μετουσιώνω

μετουσιώνω
(ΑΜ μετουσιῶ, -όω) [μετούσιος]
1. μεταβάλλω την ουσία, τη φυσική υπόσταση πράγματος
νεοελλ.-μσν.
(το παθ.) μετουσιώνομαι
(για τον άρτο και τον οίνο τής θείας μεταλήψεως) μετατρέπομαι σε σώμα και αίμα Χριστού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετουσιώνω — μετουσιώνω, μετουσίωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μετουσιώνω — μετουσίωσα, μετουσιώθηκα, μετουσιωμένος 1. μεταβάλλω την ουσία κάποιου: Το σώμα μετουσιώθηκε σε πνεύμα. 2. το μέσ., μετουσιώνομαι (για τον άρτο και τον οίνο της Θείας Ευχαριστίας), μεταβάλλομαι σε σώμα και αίμα Χριστού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετουσίωση — η (Μ μετουσίωσις) [μετουσιώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετουσιώνω, η μεταβολή τής ουσίας ενός πράγματος 2. εκκλ. η μετατροπή τού άρτου και οίνου σε σώμα και αίμα τού Χριστού νεοελλ. 1. βιολ. μεταβολή τών πρωτεϊνών, η οποία συνίσταται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”