- μετουσιώνω
- (ΑΜ μετουσιῶ, -όω) [μετούσιος]1. μεταβάλλω την ουσία, τη φυσική υπόσταση πράγματοςνεοελλ.-μσν.(το παθ.) μετουσιώνομαι(για τον άρτο και τον οίνο τής θείας μεταλήψεως) μετατρέπομαι σε σώμα και αίμα Χριστού.
Dictionary of Greek. 2013.